- εθνικόφρονας
- ο και εθνικόφρων, ο, ηαυτός που εμφορείται από εθνικιστικές ιδέες, ο εθνικιστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εθνικόφρονας — ο 1. που έχει εθνικά (πατριωτικά) φρονήματα. 2. ο εθνικιστής (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εθνικοφροσύνη — η 1. το να είναι κανείς εθνικόφρονας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εθνιστής — ο 1. αυτός που αγαπάει το έθνος του και πιστεύει στη συμβολή του στον πολιτισμό. 2. ο εθνικόφρονας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)